LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βότρυς"
- βότρυς, -υος, ὁ, 1. τσαμπί σταφυλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. = βόστρυχος, σε Ανθ. (από την ίδια ρίζα με το βόστρυχος).