Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βόστρυχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βόστρῠχος, , πληθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς), 1. μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς βόστρυχος, λέγεται για την αστραπή, στον ίδ.