Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βόσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βόσκω, παρατ. ἔβοσκον, Επικ. βόσκε, μέλ. -ήσωΠαθ., Ιων. παρατ. βοσκέσκοντο, μέλ. βοσκήσομαι, Δωρ. βοσκοῦμαι. I. 1. λέγεται για τους ποιμένες, εκτρέφω, φυλάω, φροντίζω ζώα, Λατ. pasco, σε Ομήρ. Οδ. 2. γενικά, εκτρέφω, θρέφω, συντηρώ, ενισχύω· χρησιμοποιείται και για το έδαφος, τη γη, στο ίδ.· ομοίως λέγεται και για τον ήλιο, σε Σοφ.· χρησιμ. και για τους στρατιώτες, διατηρώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· μεταφ., βόσκω νόσον, σε Σοφ.· πράγματα βόσκω, βρίθω φροντίδων, αναθρέφω παιδιά, σε Αριστοφ. II. 1. Παθ., λέγεται και για κοπάδια βοοειδών, εκτρέφομαι, βόσκομαι, Λατ. pascor, σε Όμηρ.· με αιτ., τρέφομαι με κάτι, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., τρέφομαι, ζω σε βάρος κάποιου άλλου, σε Τραγ.· βόσκομαί τινι ή βόσκομαι περί τι, οργιάζω σε κάτι, αποχαλινώνομαι, σε Ανθ. (εμφανίζεται να είναι √ΒΟΤ, πρβλ. βοτήρ, βοτόν, βοτάνη).