Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βόλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βόλος, (βάλλω), 1. ρίψη με δίχτυ πιασίματος, ρίψιμο διχτυού με το χέρι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θεόκρ.· μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, πέφτω μέσα στην παγίδα του διχτυού, σε Ευρ. 2. το πράγμα που πιάνεται στο δίχτυ· το κοπάδι των ψαριών, σε Αισχύλ., Ευρ.