Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βόθρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βόθρος, , κάθε τρύπα ή λάκκος σκαμμένος στο έδαφος, Λατ. puteus, σε Όμηρ.· μια φυσική σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων, σε Ομήρ. Οδ.· μια τρύπα, όπως αυτή που σχηματίζεται στο χιόνι από την τήξη του μέσω της φωτιάς, σε Ξεν. (πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το βαθύς· πρβλ. επίσης Λατ. fod-io).