Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βωμολόχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βωμο-λόχος, (λοχάω), 1. αρχικά, κάποιος που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει εκεί, ένας μισοπεθαμένος από την πείνα ζητιάνος, σε Λουκ. 2. μεταφ., κάποιος που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει φαγητό, για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, χαμερπής γελωτοποιός, σε Αριστοφ.· ως επίθ., βωμολόχον τι ἐξευρεῖν, εφευρίσκω κάποιο πρόστυχο παιχνίδι, τέχνασμα, κόλπο, στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη μουσική, στον ίδ.