Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βυσσός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βυσσός, (βυθός), βάθος της θάλασσας, πυθμένας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
βύσσος, , λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).