LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βυσσός"
- βυσσός, ὁ (βυθός), βάθος της θάλασσας, πυθμένας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
- βύσσος, ἡ, λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).