
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βυθίζω"
- βῠθίζω (βυθός), μέλ. -σω, βουλιάζω ένα πλοίο· μεταφ., καταστρέφω ανθρώπους, σε Κ.Δ.