LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βρῶμα"
- βρῶμα, -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, φαγητό, κρέας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
- βρωμάομαι, αποθ., γκαρίζω, Λατ. rudere· βρωμησάμενος, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
- βρωμᾰτο-μιξ-ᾰπάτη, ἡ, απατηλή αίσθηση ευχαρίστησης από την κατανάλωση αναμεμειγμένων φαγητών, σε Ανθ.