Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρῶμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
βρῶμα, -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, φαγητό, κρέας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
βρωμάομαι, αποθ., γκαρίζω, Λατ. rudere· βρωμησάμενος, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
βρωμᾰτο-μιξ-ᾰπάτη, , απατηλή αίσθηση ευχαρίστησης από την κατανάλωση αναμεμειγμένων φαγητών, σε Ανθ.