Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρύω, κυρίως στον ενεστ., είμαι γεμάτος μέχρι έκρηξης, είμαι υπεργεμάτος, ξέχειλος. 1. με δοτ., είμαι πλήρης, κατάμεστος από κάτι· βρύει ἄνθεϊ, είναι κατάφορτος με άνθη, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται για ανθρώπους, θράσει βρύων, σε Αισχύλ. 2. με γεν., είμαι γεμάτος από...· βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου, σε Σοφ.· μεταφ., νόσου βρύων, σε Αισχύλ. 3. απόλ., είμαι άφθονος, αυξάνομαι σε μεγάλο βαθμό, σε Σοφ.· λέγεται για τη γη, είναι μεστή με προϊόντα, σε Ξεν. 4. με σύστ. αντικ., αναβλύζω· ὕδωρ, σε Κ.Δ. (συγγενές προς τα βλύω, βλύζω και πιθ. το φλύω).