LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βρύχιος"
- βρύχιος, [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που έρχεται από τα βάθη της θάλασσας, σε Αισχύλ.· λέγεται για την αστραπή που έρχεται από την άβυσσο, στον ίδ. (από το *βρύξ, από το οποίο απαντά μια αιτ. βρύχα στους μεταγεν. ποιητές· πρβλ. ὑποβρύχιος).