Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρόμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρόμος, (βρέμω), Λατ. fremitus, 1. κάθε δυνατός, ηχηρός θόρυβος, όπως είναι το τρίξιμο της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή το βουητό της καταιγίδας, σε Αισχύλ.· ή το χλιμίντρισμα των αλόγων, στον ίδ.· 2. οργή, μανία, σε Ευρ.