LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βροτός"
- βροτός, ὁ, θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές (η αρχική προέλευση φαίνεται να ήταν μορτός, πρβλ. ἄμβροτος).
- βρότος, ὁ, αίμα που έχει αναβλύσει από την πληγή, πηχτό αίμα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
- βροτο-σκόπος, -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.
- βροτο-στῠγής, -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.