Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βροτός"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
βροτός, , θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές (η αρχική προέλευση φαίνεται να ήταν μορτός, πρβλ. ἄμβροτος).
βρότος, , αίμα που έχει αναβλύσει από την πληγή, πηχτό αίμα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
βροτο-σκόπος, -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.
βροτο-στῠγής, -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.