Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βροντή"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
βροντή, , I. βροντή, κεραυνός, σε Όμηρ. κ.λπ. II. η κατάσταση αυτού που βάλλεται με κεραυνό, κατάπληξη, σε Ηρόδ. (συγγενές προς τα βρέμω, βρόμος).
βρόντημα, -ατος, τό (βροντάω), κρότος της βροντής, σε Αισχύλ.
Βρόντης, (βροντάω), ένας από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
βροντησι-κέραυνος, -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.