LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βροντή"
- βροντή, ἡ, I. βροντή, κεραυνός, σε Όμηρ. κ.λπ. II. η κατάσταση αυτού που βάλλεται με κεραυνό, κατάπληξη, σε Ηρόδ. (συγγενές προς τα βρέμω, βρόμος).
- βρόντημα, -ατος, τό (βροντάω), κρότος της βροντής, σε Αισχύλ.
- Βρόντης, ὁ (βροντάω), ένας από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
- βροντησι-κέραυνος, -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.