Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρενθύομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρενθύομαι[ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και στον παρατ., φέρομαι υπεροπτικά, κομπάζω, κορδώνομαι, κομπορρημονώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.