Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βραχύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βραχύς, -εῖα, (Ιων. -έα), , συγκρ. βραχύτερος, βραχίων, υπερθ. βραχύτατος, βράχιστος· σύντομος, Λατ. brevis. 1. λέγεται για τον χώρο και τον χρόνο, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν βραχεῖ (Ιων. βραχέϊ), σε μικρό χρονικό διάστημα, συνοπτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διὰ βραχέος, σε Θουκ.· επίρρ., βραχέως, ανεπαρκώς, λίγο, σπανίως, σε αραιά διαστήματα, στον ίδ. 2. χρησιμοποιείται για το μέγεθος, κοντός, μικρός, λίγος, σε Πίνδ., Σοφ.· βραχὺ τεῖχος, το κοντό, χαμηλό τείχος, σε Θουκ.· κατὰ βραχύ, λίγο-λίγο, σταδιακά, στον ίδ. 3. λέγεται και για ποσότητα, λίγος· διὰ βραχέων, με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.· διὰ βραχυτάτων, σε Δημ.· επίρρ., βραχέως, σύντομα, περιληπτικά, σε Ξεν. 4. επίσης χρησιμοποιείται και για ποιότητα, ταπεινός, ασήμαντος, σε Σοφ.· λέγεται και για πράγματα, μικρός, μηδαμινός, ασήμαντος, στον ίδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., βραχὺ φροντίζειν τινός, σκέφτομαι επιπόλαια, αψήφιστα, ασυλλόγιστα για κάτι, αδιαφορώ, σε Δημ.
βρᾰχῠ-σύμβολος, -ον (σύμβολον), αυτός που έχει μικρή συμβολή ή συνεισφορά, σε Ανθ.