LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βραχίων"
- βρᾰχίων[ῑ], -ονος, ὁ, βραχίονας, μπράτσο, Λατ. brachium, σε Ομήρ. Ιλ.· πρυμνὸς βραχίων, ώμος, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
- βρᾰχίων (Ιων. ῐ, Αττ. ῑ), βράχιστος, συγκρ. και υπερθ. του βραχύς.