Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βραδύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βρᾰδύς, -εῖα, , συγκρ. βραδύτερος, από μετάθ. βαρδύτερος, Επικ. βραδίων και βράσσων, υπερθ. βραδύτατος, επίσης και βράδιστος, από μετάθ. βάρδιστος, I. 1. αργός, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., ἵπποι βάρδιστοι θείειν, ίπποι πολύ αργοί στο τρέξιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· βραδὺς λέγειν, σε Ευρ.· επίρρ., βραδέως χωρεῖν, σε Θουκ. 2. λέγεται για τη νόηση, το πνεύμα, όπως το Λατ. tardus, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., προνοῆσαι βραδεῖς, σε Θουκ.· τὸ βραδύ, βραδύτητα, στον ίδ.· επίρρ., βραδέως βουλεύεσθαι, στον ίδ.· II. λέγεται για το χρόνο, καθυστερημένος, αργοπορημένος, νωχελικός, αργός, σε Σοφ., Θουκ.
βρᾰδυ-σκελής, -ές (σκέλος) = βραδύπους, αργός στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ.