LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βραδυτής"
- βρᾰδυτής, -ῆτος, ἡ (βραδύς), 1. αργοπορία, βραδύτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. λέγεται για το μυαλό, το πνεύμα, σε Πλάτ.