Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρίθω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρίθω[ῑ], Επικ. υποτ. βρίθῃσι, Επικ. παρατ. βρῖθον, μέλ. βρίσω, Επικ. απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ ἔβρῑσα, παρακ. βέβρῑθα, γʹ ενικ. υπερσ. βεβρίθει (από την ίδια ρίζα με το βριᾰρός), I. 1. είμαι φορτωμένος με κάτι, κάμπτομαι από το βάρος κάποιου πράγματος· με δοτ., λέγεται για τα οπωροφόρα δέντρα, σε Όμηρ.· μεταφ., ὄλβῳ βρίθειν, σε Ευρ.· ξίφεσι βρίθων, πλήττω βαριά με το σπαθί, στον ίδ. 2. με γεν., στενάζω υπό το βάρος ενός πράγματος, π.χ. σίτου, οίνου, σε Ομήρ. Οδ. 3. απόλ., είμαι βαρύς, σε Ομήρ. Ιλ.· σπάνια στην Αττ., βρίθει ὁ ἵππος, ο ίππος κλίνει, ρέπει προς τη μία μεριά, σε Πλάτ. II. χρησιμοποιείται για ανθρώπους, ζυγίζω περισσότερο από κάποιον, υπερισχύω ως προς το βάρος, επικρατώ· ἐέδνοισι βρίσας, από τα δώρα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., υπερισχύω στη μάχη, ηγούμαι, νικώ, σε Ομήρ. Ιλ. III. μτβ., επιβαρύνω, καταφορτώνω, σε Αισχύλ.Παθ., είμαι φορτωμένος· καρπῷβριθομένη, φορτωμένη με καρπό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., βρίθεσθαι σταχύων, σε Ησίοδ.