Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρέχω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἔβρεξα, Παθ. αόρ. αʹ ἐβρέχθην, παρακ. βέβρεγμαι, Λατ. rigo, I. υγραίνω· τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, περπατώ μέσα στο νερό, στον ίδ.Παθ., βρέχομαι, υγραίνομαι· βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν, σε Ξεν.· βρέχεσθαι ἐν ὕδατι, λούζομαι στον ιδρώτα (συνήθης ερμηνεία), σε Ηρόδ.· λέγεται για μέθυσους, βρεχθεὶς μέθῃ, διαποτισμένος με κρασί, σε Ευρ. II. 1. ρίχνω βροχή (σε Κ.Δ. βρέχω πῦρ, βρέχω φωτιά, στο ίδ.). 2. απρόσ., βρέχει, όπως το ὕει, Λατ. pluit, ρίχνει βροχή, βρέχει, στο ίδ.