Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρέφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρέφος, -εος, τό, I. μωρό (έμβρυο), που είναι ακόμα στη μήτρα, Λατ. foetus· λέγεται για το αγέννητο πουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ. II. νεογέννητο μωρό, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται και για τα ζώα, το γέννημα, το νεογνό σαρκοβόρου ζώου, σε Ηρόδ.· ἐκ βρέφεος, από τα «γεννοφάσκια», από τη βρεφική ηλικία, σε Ανθ.