LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βοῶπις"
- βο-ῶπις, -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια βοδιού, δηλ. μεγάλα, στρογγυλά, ευμεγέθη μάτια, λέγεται κυρίως για την Ήρα, σε Όμηρ.