Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βοῦς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
βοῦς, και , γεν. βοός, αιτ. βοῦν, Επικ. βῶν, ποιητ. αιτ. επίσης βόα, δυϊκ. βόε, ονομ. πληθ. βόες, σπάνια απαντά το συνηρ. βοῦς, γεν. πληθ. βοῶν, Επικ. συνηρ. βῶν, δοτ. πληθ. βουσί, Επικ. δοτ. βόεσσι, αιτ. πληθ. βόας, Αττ. αιτ. πληθ. βοῦς, Λατ. bos (bov-is), I. ταύρος, βόδι ή αγελάδα· στον πληθ., βόδια, αγελάδες, βοοειδείς αγέλες, σε Όμηρ. κ.λπ. II. βοείη ή βοέη (πάντοτε θηλ.), ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ. III. παροιμ., βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε (βοῦς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει), λέγεται για ανθρώπους που σωπαίνουν συνετά εξαιτίας ενός σοβαρού λόγου, σε Θέογν., Αισχύλ.
βού-σταθμον, τό και βού-σταθμος, , στάβλος των βοδιών, σε Ευρ.
βού-στᾰσις, -εως, , = προηγ., σε Αισχύλ.
βου-στρόφος, -ον (στρέφω), αυτός που οδηγεί τα βόδια· και ως ουσ., βούκεντρο, σε Ανθ.· ενώ, βούστροφος (προπαροξ.), «ηροτριωμένος», καλλιεργημένος από βόδια.
βου-σφᾰγέω (σφαγή), μέλ. -ήσω, σφάζω βόδια, σε Ευρ.