Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βούλομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βούλομαι, Ιων. βʹ ενικ. βούλεαι, παρατ. ἐβουλόμην, Αττ. παρατ. ἠβουλόμην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. ἐβουλέατο, μέλ. βουλήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐβουλήθην, Αττ. Παθ. αόρ. αʹ ἠβ-, παρακ. βεβούλημαι, I. αποθ., (είναι √ΒΟΛ, η οποία εμφανίζεται στο Επικ. βόλομαι, Λατ. volo, από όπου βουλή), επιθυμώ, εύχομαι, είμαι διατεθειμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνότερα με απαρ. ή με αιτ. και απαρ., στον ίδ. κ.λπ.· όταν το βούλομαι συνοδεύεται μόνο από αιτ., μπορεί να εννοηθεί και να προστεθεί ένα απαρ.· Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαιΤρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, επιθυμούσε νίκη για τους Τρώες), και τα δύο σε Ομήρ. Ιλ. II. Αττ. χρήσεις· 1. βούλει ή βούλεσθε με υποτ.· προσθέτει έμφαση στην προσταγή· βούλει λάβωμαι, θέλεις να πιάσω, σε Σοφ. 2. εἰ βούλει, ευγενική έκφραση, όπως το Λατ. sis (si vis), αν ήθελες, σε παρακαλώ, στον ίδ. 3. ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ο πρώτος που προσφέρεται, που θέλησε, σε Ηρόδ., Αττ. 4. βουλομένῳ μοι ἐστι, Λατ. nobis volentibus est, με απαρ., είναι σύμφωνο με την επιθυμία μου να..., σε Θουκ. 5. εννοώ αυτό και αυτό· τί βούλεται εἶναι; Λατ. quid sibi vult haec res?σε Πλάτ.· από όπου, βούλεται εἶναι, προφασίζεται ή παριστάνει πως είναι, θα ήταν διατεθειμένος να είναι, στον ίδ. III. ακολουθ. από το , προτιμώ· (αντί βούλομαι μᾶλλον, καθ' όσον κάθε επιθυμία περιλαμβάνει προτίμηση)· βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, θα προτιμούσα να διασώζονταν οι άνθρωποι παρά να πέθαιναν, σε Ομήρ. Ιλ.