Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βουφορβός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βου-φορβός, -όν (φέρβω), αυτός που εκτρέφει βόδια· και ως ουσ., βοσκός, βουκόλος, σε Ευρ., Πλάτ.