Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βουλεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βουλεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐβούλευσα, Επικ. βούλευσα, παρακ. βεβούλευκα (βουλή).
Α. I.
συνεδριάζω, αποφαίνομαι, λαμβάνω μέτρα· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και επομένως, καθορίζω, αποφασίζω. 1. απόλ., οἷος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο συμβούλιο ή στη μάχη, σε Ομήρ. Οδ.· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (ενν. βουλήν), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό σχέδιο, στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η σημασία ανήκει κυρίως στη Μέσ. 2. με αιτ. πράγμ., σχεδιάζω, μηχανεύομαι, σκέφτομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα, σε Ηρόδ. 3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. II. δίνω γνώμη, παρέχω συμβουλή· τὰ λῷστα βουλεύω, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συμβουλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. III. στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι μέλος της Βουλής, σε Ηρόδ.· ιδίως, είμαι μέλος της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. Β. Μέσ., μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐβουλευσάμην, Επικ. βουλ-, Παθ. αόρ. ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι. 1. απόλ., συσκέπτομαι ατομικά, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ. του πράγμ., ορίζω κάτι από μόνος μου, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα πρόταση, βουλεύομαι ὅπως..., σε Ξεν.