Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βουλή"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
βουλή, , Δωρ. βωλά (βούλομαι), I. 1. επιθυμία, θέληση, απόφαση, Λατ. consilium, ιδίως απόφαση των θεών, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη, στο ίδ., σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., σχέδια, αποφάσεις, σε Αισχύλ. II. το Συμβούλιο των Γερόντων ή των Προυχόντων, Βουλή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· στην Αθήνα, το συμβούλιο των Πεντακοσίων, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βουλῆς εἶναι, ανήκω στο Συμβούλιο, είμαι μέλος του Συμβουλίου, σε Θουκ.
βουλήεις, -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.
βούλησις, -εως, (βούλομαι), I. θέληση, επιθυμία, επιδίωξη, σκοπός, η πρόθεση κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. II. σκοπός ή νόημα ενός ποιήματος, σε Πλάτ.
βουλητός, , -όν (βούλομαι), αυτός που πρέπει κανείς να θελήσει, να επιθυμήσει· τὸ βουλητόν, το αντικείμενο της επιθυμίας, σε Πλάτ., Αριστ.
βουλη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που εκφέρει γνώμη, αυτός που έχει άποψη, αυτός που συμβουλεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., συμβουλάτορας, στο ίδ.