Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βουκολιάζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βουκολιάζομαι, Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. βωκολιαζοῦμαι, αποθ. (βουκόλος), ψάλλω ή συνθέτω βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ.