Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βουθυτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βουθῠτέω, μέλ. -ήσω, σφάζω ή θυσιάζω βόδια, σε Σοφ., Ευρ.· γενικά, θυσιάζω, κατασφάζω οποιοδήποτε ζώο, σε Αριστοφ.