LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βοτήρ"
- βοτήρ, -ῆρος, ὁ (βόσκω), βοσκός, τσοπάνης, σε Ομήρ. Οδ.· οἰωνῶν βοτήρ, προφήτης, οιωνοσκόπος, σε Αισχύλ.· κύων βοτήρ, το τσοπανόσκυλο, σε Σοφ.
- βοτηρικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.