Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βολή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βολή, (βάλλω), 1. ρίψη, πλήγμα ή τραύμα ενός βλήματος, αντίθ. προς το πληγὴ (πλήγμα από σπαθί ή δόρυ), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· βολαῖς σφόγγος ὤλεσεν γραφήν, από το χτύπημα ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., όπως το βέλος· βολὴ ὀφθαλμῶν, γρήγορο βλέμμα των ματιών, σε Ομήρ. Οδ. 3. βολαὶ κεραύνιοι, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· βολαὶ ἡλίου, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· βολὴ χιόνος, χιονοθύελλα, σε Ευρ.