Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βοηλάτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βο-ηλάτης, -ου, , θηλ. -ηλάτις, -ιδος, (βοῦς, ἐλαύνω), I. αυτός που αρπάζει τα βόδια, κλέφτης βοδιών, ζωοκλέφτης, άρπαγας, σε Ανθ. II. οδηγός κοπαδιού βοδιών, βοσκός, στο ίδ.