Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βοηθόος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βοη-θόος (βοή, θέω), Δωρ. βοᾶ-, -ον, I. αυτός που σπεύδει προς τη βοή της μάχης, αυτός που βιάζεται να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. βοηδρόμος. II. βοηθητικός, συμμαχικός, σε Πίνδ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Θεόκρ.