
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βοηθέω"
- βοηθέω (βοηθός), Ιων. βωθέω, μέλ. -ήσω, 1. έρχομαι να βοηθήσω, να ενισχύσω, να υποστηρίξω, να συντρέξω· με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν. 2. απόλ., παρέχω βοήθεια, σπεύδω για διάσωση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.