LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βοήθεια"
- βοήθεια, ἡ, I. 1. αρωγή, διάσωση, υποστήριξη, σε Θουκ. κ.λπ. 2. ιατρική βοήθεια, νοσηλεία, θεραπεία, γιατρειά, σε Πλούτ. II. ενισχυτική δύναμη, βοήθεια, σε Θουκ., Ξεν.