Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλώσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλώσκω, μέλ. μολοῦμαι, αόρ. βʹ ἔμολον, παρακ. μέμβλωκα (αντί μεμόλωκα), πηγαίνω ή έρχομαι, σε Όμηρ., Τραγ. (√ΜΟΛ, με αποτέλεσμα το βλώσκω να τίθεται αντί μολώσκω, μλώσκω· πρβλ. θρῴσκω από √ΘΟΡ).