Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλύζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλύζω, μέλ. βλύσω [ῠ], αόρ. αʹ ἔβλῠσα, ποιητ. ευκτ. βλύσσειε, αφρίζω, κοχλάζω, παφλάζω ή ρέω ορμητικά, εκτινάσσομαι προς τα μπρος· με δοτ.· βλύζω Λυαίῳ, με κρασί, σε Ανθ.