LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βλασφημέω"
- βλασφημέω, παρακ. βεβλασφήμηκα (βλάσφημος), 1. μιλώ επιπόλαια με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα· βλασφημέω εἰς θεούς, σε Πλάτ.· ξεστομίζω δυσοίωνες λέξεις, σε Αισχίν. 2. μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη για κάποιον, μιλώ δυσφημιστικά για κάποιον· περί τινος, σε Δημ.· εἴς τινα, στον ίδ.· επίσης, βλασφημέω τινά, σε Βάβρ., Κ.Δ. — Παθ., κακολογούμαι, κατηγορούμαι, στο ίδ. 3. μιλώ ανευλαβώς ή ασεβώς για το Θεό, είμαι βλάσφημος, στο ίδ.