LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βλίττω"
- βλίττω, αόρ. αʹ ἔβλῐσα, αποκόπτω την κηρήθρα των μελισσών, τρυγώ το μέλι, σε Πλάτ.· μεταφ., βλίττω τὸν δῆμον, ληστεύω το μέλι από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλι βλίττεται, σε Πλάτ. (√ΒΛΙΤ, από το μέλιτ-ος, γεν. από το μέλι, το β στη θέση του μ, πρβλ. βλώσκω αντί μλώσκω).

