Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλέφαρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλέφᾰρον, Δωρ. γλέφαρον, τό (βλέπω), I. συχνότερα στον πληθ., τα βλέφαρα, τα «ματόκλαδα», σε Όμηρ. II. τα μάτια, σε Τραγ.· ἁμέρας βλέφαρον, νυκτὸς βλέφαρον, δηλ. αντίστοιχα· ήλιος, φεγγάρι, σε Σοφ., Ευρ.