Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλέπω, μέλ. βλέψομαι, αόρ. αʹ ἔβλεψα, I. βλέπω, έχω την ικανότητα της όρασης, σε Σοφ.· μὴ βλέπῃ ὁ μάντις, μη τυχόν και βλέπει πολύ καθαρά ο μάντης, στον ίδ. II. 1. κοιτάζω· εἴς τινα ή τι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πῶς βλέπων; με τι πρόσωπο; σε Σοφ.· με επίρρ., ἐχθρῶς βλέπω πρός τινα, σε Ξεν.· συχνά ακολουθ. από ουσ. σε αιτ.· φόβονβλέπω, έχω όψη φοβερή, δείχνω τρομερός, σε Αισχύλ.· ἔβλεψε νᾶπυ, είχε βλέμμα όπως το σινάπι (σημ. από τα σπέρματα του οποίου παράγεται η μουστάρδα), οξύ, φλογερό, σε Αριστοφ.· πυρρίχην βλέπων, δείχνω ως μέλος πολεμικού χορού, στον ίδ.· πεφροντικὸς βλέπεις, κοιτάζεις εξονυχιστικά, σε Ευρ. 2. κοιτάζω κάποιον από τον οποίο αναμένεται βοήθεια, σε Σοφ.· εἴς τινα, στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για τόπους (προς δήλωση της διεύθυνσης), οἰκία πρὸς μεσημβρίαν βλέπουσα, που κοιτάζει προς τον νότο, σε Ξεν. 3. βλέπω με πόθο, περιμένω πρόθυμα, με απαρ., σε Αριστοφ. 4. βλέπω προς κάτι· ἑαυτούς, σε Κ.Δ.· επίσης, βλέπω ἀπό τινος, προφυλάσσομαι από κάποιον, στο ίδ.· βλέπω ἵνα..., για να δω ότι..., στο ίδ. III. μτβ., βλέπω, παρατηρώ, ατενίζω, με αιτ., σε Τραγ.· βλέπω φάος, φῶς ἡλίου, βλέπω το φως της ημέρας, ζω, σε Αισχύλ., Ευρ.· το προηγ. λέγεται και χωρίς το «φάος», είμαι ζωντανός, ζω, σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα· βλέποντα, αυτά που υπάρχουν πραγματικά, στον ίδ.