Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλάπτω (√ΒΛΑΒ, βλ. βλάβη), μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔβλαψα, Επικ. βλάψε, παρακ. βέβλᾰφαΠαθ., μέλ. βλᾰβήσομαι και στο Μέσ. τύπο βλάψομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐβλάφθην, Παθ. αόρ. βʹ ἐβλάβην [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ἔβλαβεν, βλάβεν, παρακ. βέβλαμμαι, I. 1. αχρηστεύω, αδρανοποιώ, παρακωλύω, δυσχεραίνω, εμποδίζω, σε Όμηρ.· βλάπτω πόδας, ακινητοποιώ τα πόδια, τα κάνω να χωλαίνουν, τα κουράζω, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε (οἱ ἵπποι), (τα άλογα) παγιδευμένα σε ένα κλαδί, σε Ομήρ. Ιλ.· βλάβεν ἅρματα, αναχαιτίστηκαν, σταματήθηκαν τα άρματα, στο ίδ.· Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα, σταματημένα, εμποδισμένα, εξουδετερωμένα από το Δία, στο ίδ. 2. με γεν., παρακωλύω, εμποδίζω από κάποιον· βλάπτουσι κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., βλαβέντα λοισθίων δρόμων, αυτά που αναχαιτίστηκαν στην τελευταία διαδρομή, σε Αισχύλ. II. λέγεται για τη νόηση, πνεύμα, παραπλανώ, εξαπατώ, παροδηγώ, μωραίνω· χρησιμοποιείται για τους θεούς, σε Όμηρ.· βλαφθείς, Λατ. mente captus, σε Ομήρ. Ιλ. III. μετά τον Όμηρ. καταστρέφω, πλήττω, πληγώνω, φθείρω, συντρίβω, αντίθ. προς το προμελετημένο κακό (ἀδικεῖν), σε Αισχύλ. κ.λπ.