Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλάβη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλάβη[ᾰ], , (βλάπτω), 1. φθορά, ζημία, πλήγμα, αντίθ. προς το προμελετημένο αδίκημα (ἀδίκημα), σε Αισχύλ. κ.λπ.· βλάβη τινός, βλάβη σε ένα πρόσωπο ή πράγμα· βλάβη τῶν φορτίων, σε Αριστοφ.· αλλά, βλάβη θεοῦ, ζημία που προκαλείται από κάποια θεότητα, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπο, ἡ πᾶσα βλάβη, αυτός που δεν είναι τίποτε άλλο παρά όλος μία ζημία, σε Σοφ. 2. βλάβης δίκη, μια διαδικασία για ζημία που έχει γίνει, σε Δημ. κ.λπ.