Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βιώσκομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βιώσκομαι, αόρ. αʹ ἐβιωσάμην, αποθ.· μτβ. του βιόω, αναζωογονώ, διατηρώ στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· με Παθ. σημασία, επανέρχομαι στη ζωή.