Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βιόω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βιόω (βίος), μέλ. βιώσομαι, αόρ. αʹ ἐβίωσα, αόρ. βʹ ἐβίων, γʹ ενικ. προστ. βιώτω, υποτ. βιῶ, ευκτ. βιῴην, απαρ. βιῶναι, μτχ. βιούς, παρακ. βεβίωκα· ζω, περνώ τη ζωή μου (ενώ αντίθετα, ζάω σημαίνει ζω, κυρίως υπάρχω στη ζωή), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., βεβίωταί μοι, έχω ζήσει, Λατ. vixi — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ηρόδ.
βιόωνται, Επικ. αντί βιῶνται, γʹ πληθ. Μέσ. του βιάω.