LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βιβάζω"
- βῐβάζω, μέλ. βιβάσω, Αττ. βιβῶ, αόρ. αʹ ἐβίβασα — Μέσ. μέλ. βιβάσομαι, Αττ. βιβῶμαι, αόρ. αʹ ἐβιβασάμην, μτβ. του βαίνω, κάνω κάτι να ανέβει, εγείρω, εξυψώνω, σε Σοφ.