Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βιάζω, μέλ. -σω = βιάω, αναγκάζω, σε Ομήρ. Οδ.Παθ. αόρ. αʹ ἐβιάσθην, παρακ. βεβίασμαι, I. συμπιέζομαι, καταβάλλομαι, αναγκάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· βιάζομαι τάδε, υφίσταμαι βία σε..., σε Σοφ.· βιασθείς, στον ίδ.· ἐπεὶ ἐβιάσθη, σε Θουκ.· βεβιασμένοι, αυτοί που έγιναν δούλοι με τη βία, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, τοὔνειδος βιασθέν, πιεσμένο από κάποιον, σε Σοφ. II. αποθ., βιάζομαι, με Μέσ. αόρ. αʹ ἐβιασάμην, παρακ. βεβίασμαι, 1. καταβάλλω με δύναμη, πιέζω με δύναμη, σε Όμηρ.· βιάζεσθαι νόμους, παραβιάζω, σε Θουκ.· βιάζομαι αὑτόν, απλώνω βίαια χέρια προς τον ίδιο τον εαυτό μου, αυτοκτονώ, σε Πλάτ. βιάζομαί τινα, με απαρ., αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με τη βία, σε Ξεν.· και με παράλειψη του απαρ., βιάζομαι τὰ σφάγια, αναγκάζω τα σφάγια της θυσίας (να δειχθούν ευνοϊκά), σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., βιάζεσθαι τὸν ἔκπλουν, εκβιάζω την έξοδο, σε Θουκ. 3. απόλ., χρησιμοποιώ βία, μάχομαι, αγωνίζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· εξαναγκάζομαι, σε Θουκ., Ξεν.· με απαρ., βιάζομαι πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν, σε Θουκ.· λέγεται για λιμό, αυξάνομαι με σφοδρότητα, σε Ηρόδ.