LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βδελυρεύομαι"
- βδελῠρεύομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με ωμό, άξεστο, βδελυρό τρόπο, επιδεικνύω κτηνώδη συμπεριφορά, σε Δημ.