LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βατός"
- βάτος[ᾰ], ἡ, θάμνος με αγκάθια ή άγρια βατομουριά, σε Ομήρ. Οδ.
- βάτος, ὁ, εβραϊκό μέτρο για υγρά· Αττ. μετρητής, σε Κ.Δ.
- βᾰτός, -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.