Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βατός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
βάτος[ᾰ], , θάμνος με αγκάθια ή άγρια βατομουριά, σε Ομήρ. Οδ.
βάτος, , εβραϊκό μέτρο για υγρά· Αττ. μετρητής, σε Κ.Δ.
βᾰτός, , -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.